- χιτινώδης
- -ες, Ν [χιτίνη](βιοχ.) αυτός που σύγκειται από χιτίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γονάγγειο — το αναπαραγωγικός πολύποδας των υδροζώων, δηλαδή χιτινώδης διαφανής σάκος (γονοθήκη) που εγκλείει το βλαστόστυλο και τους μεδουσοφόρους οφθαλμούς πάνω σ αυτό … Dictionary of Greek
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek
σμήριγγα — η / σμῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ νεοελλ. 1. σκληρή τρίχα ορισμένων θηλαστικών, όπως τού χοίρου, τού αγριόχοιρου κ.ά. 2. τριχόμορφος χιτινώδης σχηματισμός ορισμένων ασπονδύλων 3. ακανθόμορφη τρίχα που βρίσκεται σε διάφορα φυτά, όπως λ.χ. στην τσουκνίδα… … Dictionary of Greek